- σιταρένιος
- α, ο пшеничный;
σιταρένιο αλεύρι — пшеничная мука
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιταρένιο αλεύρι — пшеничная мука
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιταρένιος, -ια, -ιο — και σταρένιος, ια, ιο φτιαγμένος από σιτάρι: Στην Κατοχή δεν έβρισκες εύκολα σταρένιο ψωμί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σιταρένιος — και σταρένιος, α, ο, Ν παρασκευασμένος από αλεύρι σιταριού, σιταρήσιος (α. «σιταρένιο ψωμί» β. «σταρένια παξιμάδια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + κατάλ. ένιος*] … Dictionary of Greek
πυράμινος — και σπυράμενος, η, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σιτάρι, σιταρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σιτάρι» (αντί τού πύρινος ΙΙ), κατά τα κυ άμινος, σησ άμινος (πρβλ. κριθάμινος: κρίθινος: κριθή)] … Dictionary of Greek
πυρώδης — (I) ες / πυρώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πῡρ] 1. ο όμοιος με τη φωτιά 2. έμπυρος, διάπυρος, πύρινος 3. μτφ. φλογερός, ορμητικός (α. «πυρώδες βλέμμα» β. «ὄμματα πυρώδη», Εμπ.) 4. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάς αρχ. 1. ιατρ. αυτός που προμηνύει φλεγμονή,… … Dictionary of Greek
πύρινος — (I) η, ο / πύρινος, η, ον, ΝΜΑ [πῡρ] αυτός που αποτελείται από φωτιά, αυτός που καίει, ο διάπυρος («πύρινα ἄστρα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ. ένθερμος, διακαής («πύρινος έρωτας») αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πύρινον το φυτό πύρεθρο 2. φρ. α) «πύρινον… … Dictionary of Greek
σιταρήσιος — και σταρήσιος, α, ο, Ν σιταρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. κριθαρ ήσιος)] … Dictionary of Greek
σταρένιος — α, ο, Ν βλ. σιταρένιος … Dictionary of Greek
σταρένιος, -ια, -ιο — βλ. σιταρένιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)